χρέπι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χρέπι < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χρέπι ουδέτερο

  • χρησιμοποιείται για τις γκρεμισμένες ή εγκαταλελειμμένες ή ερειπωμένες εγκαταστάσεις, κατασκευές
    Το σπίτι που βρίσκεται απέναντι είναι ένα χρέπι (ερείπιο)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]