χρέπι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χρέπι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χρέπι ουδέτερο
- χρησιμοποιείται για τις γκρεμισμένες ή εγκαταλελειμμένες ή ερειπωμένες εγκαταστάσεις, κατασκευές
- Το σπίτι που βρίσκεται απέναντι είναι ένα χρέπι (ερείπιο)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χρέπι
|