χρηματολάτρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χρηματολάτρης < χρήμα + λατρεύω (σχηματίστηκε κατά το εικονολάτρης και ειδωλολάτρης)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χρηματολάτρης αρσενικό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χρηματολάτρης
|