χρησιμοποιούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χρησιμοποιούμαι: παθητική φωνή του ρήματος χρησιμοποιώ

χρησιμοποιούμαι

  1. είμαι χρήσιμος σε κάτι
  2. είμαι σε ισχύ

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]