χρονικογράφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χρονικογράφος αρσενικό ή θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χρονικογράφος
|