χρωματοποιία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χρωματοποιία < χρώματ(ος) + -ο- + -ποιία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χρωματοποιία θηλυκό
- η παρασκευή χρωμάτων
- η εγκατάσταση / βιομηχανίας παρασκευής χρωμάτων
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χρωματοποιία
|