χρωστήρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χρωστήρας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χρωστήρας αρσενικό
- το πινέλο του ζωγράφου
- (μεταφορικά) η τέχνη του ζωγράφου