χυμαδιό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χυμαδιό < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χυμαδιό ουδέτερο
- (οικείο) χαρακτηρισμός ατόμου ή κατάστασης που είναι χύμα, χωρίς σύστημα, ή χωρίς προορισμό ή χωρίς τάξη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χυμαδιό
|