χωριατιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χωριατιά οι χωριατιές
      γενική της χωριατιάς των χωριατιών
    αιτιατική τη χωριατιά τις χωριατιές
     κλητική χωριατιά χωριατιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χωριατιά < χωριάτης + -ιά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χωριατιά θηλυκό

  1. η ιδιότητα του χωριάτη, του άξεστου και χωρίς τρόπους ανθρώπου
  2. άξεστος λόγος ή πράξη

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]