ψαιστός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψαιστός < ψαίω
Επίθετο[επεξεργασία]
ψαιστός,ή,όν
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- στον πληθυντικό, τα ψαιστά ως ουσιαστικό: τα γλυκίσματα, τα ζυμαρικά που χρησιμοποιούσαν στις θυσίες