ψαλτήριον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψαλτήριον < ψάλλω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ψαλτήριον ουδέτερο

  • έγχορδο μουσικό όργανο, είδος άρπας

Συγγενικά

[επεξεργασία]