ψιλοπράματα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ψιλοπράματα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- → δείτε τη λέξη ψιλοπράγματα
ψιλοπράματα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό