ψιμύθιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ψιμύθιον | τὰ | ψιμύθιᾰ |
γενική | τοῦ | ψιμυθίου | τῶν | ψιμυθίων |
δοτική | τῷ | ψιμυθίῳ | τοῖς | ψιμυθίοις |
αιτιατική | τὸ | ψιμύθιον | τὰ | ψιμύθιᾰ |
κλητική ὦ! | ψιμύθιον | ψιμύθιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ψιμυθίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ψιμυθίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψιμύθιον < υποκοριστικό του ψίμυθ(ος) + -ιον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψιμύθιον, -ου ουδέτερο
- φτιασίδι, κρέμα για το πρόσωπο για να δείχνει πιο λευκό
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Πλοῦτος, στίχ. 1064 (1063-1065)
- [ΧΡ.] οὐ δῆτ᾽, ἐπεὶ νῦν μὲν καπηλικῶς ἔχει· | εἰ δ᾽ ἐκπλυνεῖται τοῦτο τὸ ψιμύθιον, | ὄψει κατάδηλα τοῦ προσώπου τὰ ῥάκη.
- [ΧΡΕ.] Καθόλου, γιατί τώρα κάπως τρώγεται. | Μ᾽ αν πλυθεί και της φύγει το φκιασίδι, | θα φανούν του προσώπου της τα ράκη.
- Μετάφραση (1956): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Ι. Ν. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
- [ΧΡ.] οὐ δῆτ᾽, ἐπεὶ νῦν μὲν καπηλικῶς ἔχει· | εἰ δ᾽ ἐκπλυνεῖται τοῦτο τὸ ψιμύθιον, | ὄψει κατάδηλα τοῦ προσώπου τὰ ῥάκη.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Οἰκονομικός, 10.2
- Ἐγὼ τοίνυν, ἔφη, ἰδών ποτε αὐτήν, ὦ Σώκρατες, ἐντετριμμένην πολλῷ μὲν ψιμυθίῳ, ὅπως λευκοτέρα ἔτι δοκοίη εἶναι ἢ ἦν, πολλῇ δ᾽ ἐγχούσῃ, ὅπως ἐρυθροτέρα φαίνοιτο τῆς ἀληθείας, ὑποδήματα δ᾽ ἔχουσαν ὑψηλά, ὅπως μείζων δοκοίη εἶναι ἢ ἐπεφύκει,
- «Κάποτε, λοιπόν, Σωκράτη», είπε, «είδα πως είχε φκιασιδωθεί με αρκετή πούδρα για να φαίνεται πιο άσπρη, με αρκετό κοκκινάδι για να φαίνεται πιο ροδοκόκκινη από ό,τι στην πραγματικότητα, με ψηλοτάκουνα παπούτσια για να φαίνεται πιο ψηλή από το φυσικό της ανάστημα.
- Μετάφραση (2007): Έφη Δημητριάδου-Τουφεξή. Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
- Ἐγὼ τοίνυν, ἔφη, ἰδών ποτε αὐτήν, ὦ Σώκρατες, ἐντετριμμένην πολλῷ μὲν ψιμυθίῳ, ὅπως λευκοτέρα ἔτι δοκοίη εἶναι ἢ ἦν, πολλῇ δ᾽ ἐγχούσῃ, ὅπως ἐρυθροτέρα φαίνοιτο τῆς ἀληθείας, ὑποδήματα δ᾽ ἔχουσαν ὑψηλά, ὅπως μείζων δοκοίη εἶναι ἢ ἐπεφύκει,
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Λύσις, 217d
- εἴ τίς σου ξανθὰς οὔσας τὰς τρίχας ψιμυθίῳ ἀλείψειεν, πότερον τότε λευκαὶ εἶεν ἢ φαίνοιντ᾽ ἄν; ―Φαίνοιντ᾽ ἄν, ἦ δ᾽ ὅς. ―Καὶ μὴν παρείη γ᾽ ἂν αὐταῖς λευκότης. ―Ναί.
- Αν αλείψει κάποιος τα ξανθά μαλλιά σου με άσπρη βαφή, τότε τί από τα δυο θα συμβεί: τα μαλλιά σου θα είναι ή θα φαίνονται λευκά; ―Θα φαίνονται, είπε αυτός. ―Κι όμως θα υπάρχει επάνω τους λευκός χρωματισμός. ―Ναι.
- Μετάφραση (1981): Νίκος Μ. Σκουτερόπουλος. Αθήνα: Εκδόσεις Καρδαμίτσα. @greek‑language.gr
- εἴ τίς σου ξανθὰς οὔσας τὰς τρίχας ψιμυθίῳ ἀλείψειεν, πότερον τότε λευκαὶ εἶεν ἢ φαίνοιντ᾽ ἄν; ―Φαίνοιντ᾽ ἄν, ἦ δ᾽ ὅς. ―Καὶ μὴν παρείη γ᾽ ἂν αὐταῖς λευκότης. ―Ναί.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Πλοῦτος, στίχ. 1064 (1063-1065)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- ψιμύθιον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ψιμύθιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Υποκοριστικά ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιον (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αριστοφάνη (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ξενοφώντα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Πλάτωνα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)