ψυχαγωγέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψυχαγωγέω < ψυχαγωγός

ψυχαγωγέω-ψυχαγωγῶ

  1. οδηγώ τις ψυχές των νεκρών στον Κάτω Κόσμο
  2. ανακαλώ τις ψυχές των νεκρών για κάποια θυσία
  3. (στους χριστιανικούς χρόνους) ασκώ την σωματεμπορία, τη δουλεία, πουλώ ανθρώπους ως δούλους

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη ψυχή