ψωμοζώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψωμοζώ < ψωμο- + ζω, κυριολεκτικά ζω τρώγοντας μόνο ψωμί

ψωμοζώ

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]