ωριλά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | ωριλά | οι | ωριλά |
γενική | του/της | ωριλά | των | ωριλά |
αιτιατική | τον/την | ωριλά | τους/τις | ωριλά |
κλητική | ωριλά | ωριλά | ||
ΑΚΛΙΤΟ Δείτε και το λαϊκότροπο ωριλάς. | ||||
όπως «άκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ωριλά < περικοπή του ωτορινολαρυγγολόγος [1] ή εκφώνηση του αρκτικόλεξου ΩΡΛ
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /o.ɾiˈla/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ω‐ρι‐λά
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ωριλά αρσενικό άκλιτο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- ωριλάς (λαϊκότροπο, κλιτό)
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ωριλά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά άκλιτα κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Περικοπές (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)