όβολο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: οβολός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το όβολο τα όβολα
      γενική του όβολου των όβολων
    αιτιατική το όβολο τα όβολα
     κλητική όβολο όβολα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
όβολο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀβολός[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈo.vo.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ό‐βο‐λο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

όβολο ουδέτερο

  1. (λαϊκότροπο, ιδιωματικό) οβολός, τα λίγα χρήματα
    Ελεήστε με κάνα όβολο (παλιότερη έκφραση επαιτών στην Ελλάδα)
  2. (παρωχημένο) η πεντάρα της δραχμής, χάλκινο νόμισμα αξίας 5 λεπτών της δραχμής
    το όβολο της χήρας-δεν έχει ούτε όβολο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]