όπερ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
όπερ < αρχαία ελληνική ὅπερ: ουδέτερο της αρχαίας αντωνυμίας ὅσπερ, ἥπερ, ὅπερ (= ο οποίος ακριβώς)

Αντωνυμία

[επεξεργασία]

όπερ (αναφορική)

όπερ σημαίνει...

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]