ύποπτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ύποπτα < ύποπτος

Επίρρημα[επεξεργασία]

ύποπτα (τροπικό)

  • με ύποπτο τρόπο
κινείται ύποπτα τώρα τελευταία και δεν μπορώ να καταλάβω τι έχει σκοπό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]