несовершенный вид
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρωσικά (ru)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
несовершенный вид (ru) (nesoveršénnyj vid) αρσενικό
- (γραμματική) μη συνοπτική (γραμματική) όψη (ρήματος) · σε εγχειρίδια απαντά επίσης ο όρος: "ατελής μορφή"