помоћ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Σερβικά (sr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
помоћ < помоћи
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
помоћ (sr) (λατινική γραφή: pomoc) θηλυκό
- η βοήθεια
помоћ < помоћи
помоћ (sr) (λατινική γραφή: pomoc) θηλυκό