условие

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

условие (ru) ουδέτερο

  • o όρος (μιας συμφωνίας)
  • ο όρος (η προϋπόθεση για κάτι)