љубавник
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Σερβικά (sr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
љубавник (sr) (λατινική γραφή: ljubavnik) αρσενικό
- ο ερωτευμένος
- ο εραστής
љубавник (sr) (λατινική γραφή: ljubavnik) αρσενικό