אַמּוֹת
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εβραϊκά (he)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
אַמּוֹת (he) (amót) (Θηλυκό πληθυντικού) (Ο ενικός είναι אַמָּה) (amá)
- Αρχαία Μονάδα Μέτρησης (Αντιστοιχεί περίπου στην απόσταση από τον αγκώνα ως τα δάκτυλα, περ. 88 εκ.)