חוש

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εβραϊκά (he)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

חוש (he) (khush) αρσενικό

  • αίσθηση (όπως οι 5 αισθήσεις ή η αίσθηση του χιούμορ)