ἀάσομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]
ἀάσομαι
  • α΄ πρόσωπο ενικού στην οριστική μέσου μέλλοντα του του ρήματος ἀάω
→ δείτε τη λέξη  ἀάω