ἀγασθησοίμεθα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]- ἀγασθησοίμεθα
- α΄ πρόσωπο πληθυντικού στην ευκτική παθητικού μέλλοντος του ρήματος ἄγαμαι
- → δείτε τη λέξη ἄγαμαι