ἀγγελόβιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀγγελόβιος < ελληνιστική ἀγγελία + βίος

Επίθετο[επεξεργασία]

ἀγγελόβιος, -ος, -ον

  1. αυτός που σ΄ όλο το βίο του είναι αγγελιαφόρος
  2. ο κατ΄ επάγγελμα αγγελιαφόρος