ἀγκιστρεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀγκιστρεύω < ἂγκιστρο

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀγκιστρεύω

  1. ψαρεύω με αγκίστρι
  2. δελεάζω, εξαπατώ