ἀγρώτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀγρώτης < ἀγρός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀγρώτης αρσενικό και θηλυκό

  1. που ζει στους αγρούς, το θήραμα
  2. ο άγριος, τραχύς
  3. ο αγρότης


Συνώνυμα[επεξεργασία]