ἀγωνιάω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ἀγωνιάω - ἀγωνιῶ (συνηρημένο)
- αγωνίζομαι, προσπαθώ, δίνω αγώνα, αμιλλώμαι
- είμαι σε κατάσταση αγωνίας, ανησυχώ έντονα