ἀδιασείστως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀδιασείστως < ελληνιστική κοινή ἀδιάσειστ(ος) + -ως

Επίρρημα[επεξεργασία]

ἀδιασείστως

Πηγές[επεξεργασία]