ἀδυνατέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀδυνατέω < ἀδύνατ(ος) + -jω (ἀδύνατος : α στερητικό + δύναμαι)
Ρήμα[επεξεργασία]
ἀδυνατέω - ἀδύνατῶ (συνηρημένο)
Κλίση[επεξεργασία]
- Δόκιμοι τύποι: ἠδυνάτουν (παρατατικός), ἀδυνατήσω (μέλλων), ἠδυνάτησα (αόριστος)
Σύνταξη[επεξεργασία]
- με τελικό απαρέμφατο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ἀδύνατος (ο αδύναμος και όχι ο αδυνατισμένος της νεοελληνικής)
- ἀδυναμία
- ἀδυνασία