ἀηθέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀηθέω < ἀήθης
Ρήμα[επεξεργασία]
ἀηθέω και ἀηθέσσω
- (συντάσσεται με γενική): είμαι ασυνήθιστος σε κάτι, δεν είμαι εξοικειωμένος με κάτι