ἀκκίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἀκκίζομαι < Ἀκκώ
Ρήμα
[επεξεργασία]ἀκκίζομαι → δείτε τη λέξη ἀκκίζω
- παριστάνω τον αδιάφορο, κάνω νάζια
- κάνω πως δεν ξέρω, κάνω τον αθώο
- ↪ οἶσθα, ἀλλὰ ἀκκίζῃ (Πλάτων, Γοργίας, 497α)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- (ελληνιστική κοινή): ἀκκιοῦμαι
Κλίση
[επεξεργασία]- δόκιμο στον ενεστώτα και στον παρατατικό ἠκκιζόμην (σπάνια ἀκκίζω)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- ἀκκίζομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀκκίζω, ἀκκίζομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.