ἀκκίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ακκίζομαι

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀκκίζομαι < Ἀκκώ

ἀκκίζομαι → δείτε τη λέξη ἀκκίζω

  1. παριστάνω τον αδιάφορο, κάνω νάζια
  2. κάνω πως δεν ξέρω, κάνω τον αθώο
    οἶσθα, ἀλλὰ ἀκκίζῃ (Πλάτων, Γοργίας, 497α)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]
  • δόκιμο στον ενεστώτα και στον παρατατικό ἠκκιζόμην (σπάνια ἀκκίζω)

Συγγενικά

[επεξεργασία]