ἀκτινοβολέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀκτινοβολέω < ἀκτίς + βάλλω

ἀκτινοβολέω - ἀκτινοβολῶ (συνηρημένο)

  • ρίχνω ακτίνες, απαστράπτω