ἀλέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀλέω < ρίζα ἀλ-

ἀλέω-ἀλῶ

  1. αλέθω, κοπανίζω
    ἤλουν τὰ σιτία


Συγγενικά

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλαι, ἀλέουσι δὲ λεπτά
  • βίος ἀληλεμένος : πολιτισμένο βιοτικό επίπεδο (όπου τρώνε αλεσμένα δημητριακά και όχι απλώς φρούτα, που θεωρούνταν κατώτερη τροφή)

Ρηματικοί τύποι

[επεξεργασία]

παρατατικός ἤλουν, αόριστος ἤλεσα και ποιητικός τύπος ἄλεσσα, παρακείμενος ἀλήλεκα. Παθητική φωνή αόριστος ἠλέσθην, παρακείμενος ἀλήλεσμαι και ἀλήλεμαι