ἀλαβαρδιέρης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀλαβαρδιέρης < (άμεσο δάνειο) ιταλική alabardier(e) + -ης < alabarda (αλαβάρδα).

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἀλαβαρδιέρης θηλυκό