ἀλαόω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀλαόω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
ἀλαόω - ἀλαῶ (συνηρημένο)
- αποτυφλώνω, τυφλώνω
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 1 (α. Ἀθηνᾶς παραίνεσις πρὸς Τηλέμαχον.), στίχ. 69 (στίχοι 68-69)
- ἀλλὰ Ποσειδάων γαιήοχος ἀσκελὲς αἰὲν | Κύκλωπος κεχόλωται, ὃν ὀφθαλμοῦ ἀλάωσεν
- Όχι εγώ, ο Ποσειδών, της γης κυρίαρχος, | αυτός οργίστηκε εναντίον του και στον θυμό του επιμένει για τον Κύκλωπα, γιατί του τύφλωσε εκείνος το μοναδικό του μάτι.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Μαρωνίτης @greek-language.gr
- ἀλλὰ Ποσειδάων γαιήοχος ἀσκελὲς αἰὲν | Κύκλωπος κεχόλωται, ὃν ὀφθαλμοῦ ἀλάωσεν
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 9 (ι. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Κίκονας, Λωτοφάγους καὶ Κύκλωπας.), στίχ. 516 (στίχοι 515-516)
- νῦν δέ μ᾽ ἐὼν ὀλίγος τε καὶ οὐτιδανὸς καὶ ἄκικυς | ὀφθαλμοῦ ἀλάωσεν, ἐπεί μ᾽ ἐδαμάσσατο οἴνῳ.
- μα τώρα κάποιος αχαμνός, ασήμαντος και λίγος, | μου χάλασε το μάτι, αφού πρώτα με νάρκωσε με το κρασί του.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- νῦν δέ μ᾽ ἐὼν ὀλίγος τε καὶ οὐτιδανὸς καὶ ἄκικυς | ὀφθαλμοῦ ἀλάωσεν, ἐπεί μ᾽ ἐδαμάσσατο οἴνῳ.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 1 (α. Ἀθηνᾶς παραίνεσις πρὸς Τηλέμαχον.), στίχ. 69 (στίχοι 68-69)
Παράγωγα[επεξεργασία]
- Λέξεις ἀλαό- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Πηγές[επεξεργασία]
- ἀλαόω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀλαόω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.