ἀληθεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀληθεύω < παρασύνθετος λέξη από το ἀληθής ( α στερητικό + λήθω) + -εύω
Ρήμα[επεξεργασία]
ἀληθεύω
- λέω την αλήθεια, είμαι ειλικρινής