ἀμβατὸς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἀμβατὸς < ἀναβαίνω
Επίθετο
[επεξεργασία]ἀμβατὸς ( & ἄμβατος )
- επικός τύπος της λέξης ἀναβατός
ἀμβατὸς ( & ἄμβατος )