ἀμφίαλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ἀμφίαλος | τὸ ἀμφίαλον | οἱ, αἱ ἀμφίαλοι | τὰ ἀμφίαλα |
Γενική | τοῦ, τῆς ἀμφιάλου | τοῦ ἀμφιάλου | τῶν ἀμφιάλων | τῶν ἀμφιάλων |
Δοτική | τῷ, τῇ ἀμφιάλῳ | τῷ ἀμφιάλῳ | τοῖς, ταῖς ἀμφιάλοις | τοῖς ἀμφιάλοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ἀμφίαλον | τὸ ἀμφίαλον | τοὺς, τὰς ἀμφιάλους | τὰ ἀμφίαλα |
Κλητική | ἀμφίαλε | ἀμφίαλον | ἀμφίαλοι | ἀμφίαλα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἀμφιάλω | |||
Γενική-Δοτική | ἀμφιάλοιν |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ἀμφίαλος, -ος, -ον
- αμφίαλος, περιτριγυρισμένος από θάλασσα
- που ζει ή βρίσκεται σε δύο θάλασσες
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- ἀμφίαλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀμφίαλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.