ἀναγκαῖον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀναγκαῖον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ἀναγκαῖος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀναγκαῖον ουδέτερο

  1. φυλακή
     συνώνυμα: εἱρκτή, δεσμωτήριον, εἱργμός, φυλακή, τηρητήριον, ὁρκάνη
  2. (ελληνιστική σημασία) ταυτόσημο με το αἰδοῖον
  3. (ελληνιστική σημασία) τουαλέτα, αφοδευτήριο

Πηγές[επεξεργασία]