ἀναμόχλευσις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀναμόχλευσις < αρχαία ελληνική ἀναμoχλεύω + -σις

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἀναμόχλευσις θηλυκό

Κλιτικοί τύποι

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]