ἀντικόπτω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀντικόπτω < ἀντι- + κόπτω

ἀντικόπτω

  1. (αμετάβατο) αντικρούω
  2. αντιστέκομαι