ἀποσοβέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀποσοβέω < ἀπό + σόβη = ουρά

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀποσοβέω

  1. διώχνω κάποιον μακριά φοβίζοντάς τον , όπως πχ κάνουμε με τα πουλιά
  2. (αμετάβατο) φεύγω μακριά

Αναφορές[επεξεργασία]

  • Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883