ἀποτέμνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ἀποτέμνω
- αποκόπτω, αποσχίζω, αποχωρίζω
- διαχωρίζω, διαμερίζω με γεωγραφική σημασία
- αποχωρίζω για να οικειοποιηθώ, απάγω, κλέβω