ἀπόκρουσις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀπόκρουσις < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀπόκρουσις (η χάση του φεγγαριού) κατά τη σημασία του ἀποκρούω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἀπόκρουσις θηλυκό
- απώθηση, απόκρουση
- ※ 13ος αιώνας - Γεώργιος Ακροπολίτης, Historia in brevius redacta, 26.71 @catholiclibrary.org
- εἶτα ἀφίκοντο πρὸς Πρίλαπον, καὶ ὀλίγας ἡμέρας προσμείναντες ὑπέστρεψαν. καὶ ἐπεὶ ἐκεχειρίαν εἶχε, περιεστοίχισε τὸ ἄστυ καὶ ἑλεπόλεις συνίστα καὶ κλίμακας ἔφερεν, ὡς ἂν διὰ τούτων περὶ τὸ ἄστυ ἀναρριχήσαιντο. ἀλλὰ τότε μὲν τραπέντες πλεῖστοι ἔργον φόνου γεγόνεισαν. αὖθις δὲ προσβολὴ περισσοτέρα περὶ τὸ ἄστυ, καὶ ἡ ἀπόκρουσις ὁμοία· ὡσαύτως καὶ ἡ τρίτη. εἶτα ἠρέμα παρεκάθηντο, καὶ οὕτως εἷλον τὸν Πρίλαπον.
- ※ 13ος αιώνας - Γεώργιος Ακροπολίτης, Historia in brevius redacta, 26.71 @catholiclibrary.org
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη ἀποκρούω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- «αποκρούω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀπόκρουσῐς | αἱ | ἀποκρούσεις | ||||
γενική | τῆς | ἀποκρούσεως | τῶν | ἀποκρούσεων | ||||
δοτική | τῇ | ἀποκρούσει | ταῖς | ἀποκρούσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | ἀπόκρουσῐν | τὰς | ἀποκρούσεις | ||||
κλητική ὦ! | ἀπόκρουσῐ | ἀποκρούσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀποκρούσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀποκρουσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀπόκρουσις < αρχαία ελληνική ἀποκρούομαι < ἀποκρούω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἀπόκρουσις θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή, αστρονομία) η χάση του φεγγαριού
- (ελληνιστική κοινή, ιατρική) υποχώρηση, ελάττωση
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- ἀπόκρουσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δύναμις' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμις' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμις' θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις προπαροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Παραγωγή λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με πρόθημα ἀπό- (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αστρονομία (ελληνιστική κοινή)
- Ιατρική (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)