ἀργύρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]ἀργύρω αρσενικό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική δυϊκού του ἄργυρος
Δείτε επίσης : ἀργύρῳ, Αργυρώ |
ἀργύρω αρσενικό