ἀρνίν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀρνίν < ἀρν(ίον) με κατάληξη -ίν < αρχαία ελληνική ἀρνίον, υποκοριστικό του ἀρήν

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἀρνίν ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]