ἀσπίδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ασπίδα, ΑΣΠΙΔΑ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

ἀσπίδα θηλυκό